- ἐξολόθρευμα
- ἐξ-ολόθρευμα, τό, das Zerstörte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εξολόθρευμα — και ξολόθρεμα, το (AM ἐξολόθρευμα) [εξολοθρεύω] εξολόθρευση, εξόντωση … Dictionary of Greek
εξολόθρεμα — εξολόθρεμα, το και εξολόθρευμα, το, ατος η εξολόθρευση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)